Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Αγία Παρασκευή, Αττικής, Greece
Πολλά από όσα συμβαίνουν γύρω μου με εξοργίζουν, λιγότερο ή περισσότερο. Γράφοντας τις σκέψεις μου δεν βαυκαλίζομαι και δεν πιστεύω ότι θα αλλάξει κάτι απ’ όλα αυτά. Στην καλύτερη περίπτωση, ίσως βοηθήσω τους μη ειδικούς, να κατανοήσουν καλύτερα αυτά τα τόσο σοβαρά και σημαντικά για τη ζωή μας θέματα. Γνωρίζω ότι όλοι , χωρίς καμία εξαίρεση, είμαστε ημιμαθείς, εκτός από τον τομέα της εξειδίκευσής μας και παρ’ όλο που, ΟΛΑ τα θέματα για τα οποία γράφω δεν είναι ακριβώς της εξειδίκευσής μου, τολμώ να τα δημοσιεύσω επειδή είναι σχετικά με αυτή και, κυρίως, με έχουν απασχολήσει πολύ σοβαρά .

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

ΠΟΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ?

ΠΟΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ?

#######################################################################################################################################################
Συμπέρασμα:
«Ενδυνάμωση του κοινωνικού Κράτους
δεν επιτυγχάνεται με τη μεγέθυνσή του,
αλλά, αντιθέτως, με περιορισμό του μεγέθους του
και αλλαγή φιλοσοφίας, στόχων και μεθόδου
αναδιανομής του εισοδήματος, ώστε να διασφαλίζεται
μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας στη διαχείριση των πόρων!»
#######################################################################################################################################################

Η πραγματικότητα είναι ότι ανήκουμε στην παγκοσμιοποιημένη, καπιταλιστική οικονομία, που σημαίνει ότι, ή απομονωνόμαστε, όπως στο παρελθόν η Αλβανία, ή προσαρμοζόμαστε αναλόγως στα δεδομένα της. Μετά την πρόσφατη κρίση, διαφαίνονται κάποιες δειλές πρωτοβουλίες για να αλλάξουν κάποια από αυτά τα δεδομένα, αλλά και αυτές οι αλλαγές, αν ποτέ γίνουν (πχ. αυστηρότερος έλεγχος της συμπεριφοράς των τραπεζών) δεν θα επηρεάσουν τα πιο κάτω, που είναι στη «φύση» του καπιταλισμού.

Δεδομένα

Δεδομένο πρώτο: Οι προνομιούχοι έχουν επιλογές, οι μη προνομιούχοι δεν έχουν. Αυτό ίσχυε πάντοτε αλλά η παγκοσμιοποίηση διεύρυνε αυτές τις επιλογές. Ο ταλαντούχος ποδοσφαιριστής, επιστήμονας, Manager ή golden boy, ο ταλαντούχος καλλιτέχνης κλπ επιλέγουν από τις προσφορές που τους γίνονται και το ίδιο κάνει και το περιζήτητο για επενδύσεις «κεφάλαιο»! Είτε μας αρέσει είτε όχι, επιβάλλουν τους όρους τους, δεν αποδέχονται όρους που δεν τους είναι αρεστοί, γιατί έχουν επιλογές. Αν αιφνιδιαστούν, αναγκάζονται να «υποκύψουν», όμως με την πρώτη ευκαιρία, που πάντοτε παρουσιάζεται στη συνέχεια, αντιδρoύν… . Βέβαια, υπάρχουν και οι οιονεί προνομιούχοι αυτοί, δηλαδή, που ενώ δεν είναι προικισμένοι και περιζήτητοι, μπορούν να επιβάλλουν τους όρους τους με «τσαμπουκά», κλείνοντας δρόμους ή λιμάνια, κατεβάζοντας διακόπτες κλπ. Αυτό, όμως, είναι μία κοινωνικοπολιτική ανωμαλία, που δεν έχει σχέση με τους νόμους λειτουργίας της οικονομίας!

Δεδομένο δεύτερο: Ο τρόπος που λειτουργεί η οικονομία έχει σαν αποτέλεσμα κάθε κόστος ή επιβάρυνση να μετακυλίεται στις τιμές των προϊόντων ή υπηρεσιών και να «απορροφάται» από τον τελικό χρήστη. Όλοι οι φόροι, δασμοί, τέλη κλπ είναι το ίδιο με κάθε άλλο στοιχείο κόστους και, το ίδιο με κάθε άλλο στοιχείο κόστους, μετακυλίονται στις τιμές. Οι μόνοι φόροι που δεν μετακυλίονται στις τιμές είναι αυτοί που επιβάλλονται σε μη προνομιούχα, δηλαδή μη έχοντα επιλογές φοροαποφυγής ή μετακύλισης του φόρου, φυσικά πρόσωπα. (π.χ. φόρος εισοδήματος, περιουσίας, τέλη κυκλοφορίας σε μη επαγγελματικά οχήματα κλπ). Όπως θα εξηγηθεί αμέσως πιο κάτω, ακόμη και ο φόρος επί των κερδών και των μερισμάτων μετακυλίεται στις τιμές και, τελικά, «τον πληρώνουν» οι καταναλωτές!
________________________
Σημείωση: Ο ιστορικός και κοινωνιολόγος Ιμμάνουελ Βάλερστάΐν χαρακτηρίζει τη φορολογία ως ένα από «τα τρία βασικά κόστη του κεφαλαίου»: το κόστος προσωπικού, το κόστος εισροών και το κόστος φορολογίας.

Για να γίνει αυτό ευκολότερα κατανοητό ας υποτεθεί, ότι το κράτος ανακοίνωνε ότι προτίθεται να χορηγήσει μία άδεια για την ίδρυση μίας επιχείρησης, που θα λειτουργούσε ως μονοπώλιο, θα καθόριζε κατά βούληση τις τιμές πώλησης των προϊόντων της, αλλά το κέρδος της θα φορολογείτο με συντελεστή 90%. Σε μια τέτοια περίπτωση θα υπήρχαν πολλοί πρόθυμοι υποψήφιοι επενδυτές, αν οι λοιπές συνθήκες της συγκεκριμένης αγοράς (π.χ. ανταγωνισμός από ομοειδή ή «υποκατάστατα» προϊόντα) θα τους επέτρεπαν να χρεώνουν αρκετά υψηλές τιμές. Τόσο υψηλές, ώστε το καθαρό κέρδος, ΜΕΤΑ από το 90% φόρους, θα αποτελούσε την ελκυστικότερη απόδοση από όλες τις διαθέσιμες επιλογές επένδυσης. 

Η επιλογή, μεταξύ πολλών, μίας (νέας, ή διατήρησης μίας υπάρχουσας) επένδυσης λαβαίνεται ΠΑΝΤΟΤΕ με βάση ΜΟΝΟ ένα κριτήριο: την προσδοκώμενη απόδοση του επενδυόμενου κεφαλαίου, σε συνάρτηση με το ρίσκο της κάθε μίας. Και, κατά τα διεθνώς κρατούντα, η απόδοση προκύπτει από το καθαρό κέρδος, ΜΕΤΑ από φόρους. Όταν όμως, οι εναλλακτικές δυνατότητες περιορίζονται σε δύο, δηλαδή, «επένδυση» ή «όχι επένδυση», η απόφαση θα είναι «όχι επένδυση» αν η εναλλακτική, «επένδυση», κατά την αντίληψη και απόλυτη κρίση του συγκεκριμένου επενδυτή, θεωρείται ότι δεν θα έχει ικανοποιητική απόδοση του σχετικού κεφαλαίου, για το συγκεκριμένο ρίσκο απώλειας όλου ή μέρους του κεφαλαίου αυτού.  

Προφανώς, η επιλογή του τόπου επένδυσης γίνεται μετά από αξιολόγηση πολλών παραμέτρων, μόνο μία από τις οποίες είναι οι φορολογικοί συντελεστές και ποτέ το κεφάλαιο δεν «μεταναστεύει» μόνον επειδή τα κέρδη φορολογούνται με χαμηλότερο συντελεστή σε άλλη χώρα υποδοχής. Αυτό προκύπτει αβίαστα και από το γεγονός ότι οι επενδύσεις, που γίνονται, γίνονται και σε χώρες με πολύ υψηλότερους από αλλού συντελεστές φορολόγησης των κερδών. Το ίδιο προκύπτει, στις περισσότερες περιπτώσεις και από την πρακτική της μεταφοράς κερδών αντί της μετανάστευσης της επένδυσης αυτής καθεαυτής. Η πρακτική αυτή προτιμάται από τη μεταφορά της ίδιας της επένδυσης παρόλο που συνεπάγεται κάποιο «πρόσθετο» κόστος. Αυτό, όμως, το κόστος είναι μικρότερο από την απώλεια κερδών, που θα ακολουθούσε τη μεταφορά της ίδιας της επένδυσης σε χώρα με μικρότερο φορολογικό συντελεστή μεν, αλλά δυσμενέστερες τις λοιπές συνθήκες.

Τελικά, όμως, αν ο φορολογικός συντελεστής είναι καθοριστικός ως προς την προσδοκώμενη απόδοση της επένδυσης, η επένδυση δεν θα γίνει (ή, η υπάρχουσα θα «μεταναστεύσει»). Αν, αντιθέτως, δεν είναι καθοριστικός, η επένδυση θα γίνει, που σημαίνει ότι κρίθηκε ότι οι λοιπές συνθήκες της αγοράς επιτρέπουν την μετακύλιση του φόρου κερδών και μερισμάτων στις τιμές, έτσι ώστε η τελική απόδοση της επένδυσης, μετά από φόρους, να είναι η ελκυστικότερη από τις υπαρκτές εναλλακτικές! Βεβαίως, στην πράξη, τα πάντα στην οικονομία «τείνουν να…» και σχεδόν ποτέ δεν ισορροπούν για πολύ στο θεωρητικό σημείο ισορροπίας. Με την έννοια αυτή, και ο φόρος κερδών και μερισμάτων «τείνει» να μετακυλίεται στις τιμές, αφού τα επιτυγχανόμενα κέρδη άλλα έτη υπερβαίνουν και άλλα υπολείπονται του στόχου.

Δεδομένο τρίτο: Όλες οι καπιταλιστικές κοινωνίες (τουλάχιστον οι πλειοψηφίες τους, που «βγάζουν» κυβερνήσεις) ισχυρίζονται ότι επιθυμούν να γίνεται - και πιστεύουν ότι όντως επιτυχαίνουν να γίνεται - κάποια αναδιανομή του εισοδήματος. Αρκετά συχνά γίνεται λόγος και για αναδιανομή του πλούτου (δηλαδή, του αποταμιευμένου εισοδήματος) παρόλο, που η φορολόγησή του δεν οδηγεί σε αλλαγή ιδιοκτησίας του, αλλά απλώς, σε μεταφορά εισοδήματος από τους «έχοντες και κατέχοντες» στους οικονομικά ασθενέστερους. Ο μηχανισμός για την επίτευξη της αναδιανομής είναι, ως γνωστόν, από τη μία, τα φορολογικά συστήματά τους και, από την άλλη, οι «κοινωνικές υπηρεσίες» προς τους πολίτες τους.

Όλα τα συστήματα αναδιανομής έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά.

Το πρώτο χαρακτηριστικό, είναι, ότι ένα μέρος από τα φορολογικά έσοδα αναλώνεται ως κόστος διαχείρισής τους. Το κόστος αυτό, σπάνια είναι, αν ποτέ είναι, μόνο το απολύτως απαραίτητο για την ορθολογική οργάνωση και αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος - που, και πάλι είναι κόστος που μειώνει το διαθέσιμο ποσό για αναδιανομή. Το ποσοστό των εσόδων που δαπανάται για τη διαχείριση του συστήματος, είναι υψηλό παντού, στην Ελλάδα όμως, πρέπει να είναι δυσθεώρητο αν αναλογισθούμε τις στρατιές των βολεμένων στο σύστημα, την κακοδιαχείριση και τη διασπάθιση ή και την κλοπή του δημοσίου χρήματος, που είναι οι κυρίαρχες πρακτικές.. .

Το δεύτερο χαρακτηριστικό, ακόμη πιο σημαντικό, είναι ότι κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει, ούτε κατά προσέγγιση, το ποσό με το οποίο επιβαρύνεται κάποιος συγκεκριμένος πολίτης από την ύπαρξη της φορολογίας (όλων των πάσης λογής φόρων, εισφορών κλπ) αλλά ούτε την αξία αυτών που «απολαμβάνει» από την ύπαρξη των «κοινωνικών υπηρεσιών». Κατά συνέπεια, κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει, ούτε κατά προσέγγιση, σε τι ποσοστό επιτυγχάνεται ο στόχος της αναδιανομής! Όλοι, πλουσιότεροι και φτωχότεροι, κάτι δίνουν, όλοι, πλουσιότεροι και φτωχότεροι κάτι απολαμβάνουν. Ποιο είναι ,όμως, το αλγεβρικό άθροισμα του δούναι και λαβείν του καθενός και κατά πόσο επιτυγχάνεται ο βασικός στόχος της αναδιανομής, δηλαδή η μεταφορά εισοδημάτων από αυτούς με τα μεγαλύτερα προς αυτούς με τα μικρότερα εισοδήματα;

Ένα τρίτο χαρακτηριστικό είναι η σχέση μεταξύ άμεσων και έμμεσων φόρων. Στην Ελλάδα, από το σύνολο φορολογικών εσόδων, στον Προϋπολογισμό του 2010, των 54,2 δις ευρώ, τα 30,5 δις ευρώ είναι έμμεσοι φόροι, που εξ ορισμού επιβαρύνουν τις τιμές, ο δε φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων είναι μόλις 10,9 δις ευρώ. Είναι λοιπόν προφανές, ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των φορολογικών εσόδων επιβαρύνει τους καταναλωτές ή τελικούς χρήστες των προϊόντων και υπηρεσιών, οι τιμές των οποίων έχουν επιβαρυνθεί με όλους αυτούς τους φόρους. Αυτό σημαίνει, ότι οι οικονομικά ασθενέστεροι φορολογούνται ΑΝΑΛΟΓΙΚΑ δυσμενέστερα από ό,τι οι λοιποί και σίγουρα δυσμενέστερα από ό,τι θα υπέθετε κανείς σε μία κοινωνία με δηλωμένη την πρόθεση για αναδιανομή του εισοδήματος. Αφού οι πρώτοι δεν αποταμιεύουν, αλλά καταναλώνουν το συνολικό εισόδημά τους αγοράζοντας προϊόντα ή υπηρεσίες ακριβότερα κατά 30%, 40% ή και περισσότερο, από ότι θα τα αγόραζαν αν δεν υπήρχαν καθόλου φόροι, είναι σαν να φορολογείται το ΣΥΝΟΛΙΚΟ εισόδημά τους, χωρίς κανένα «αφορολόγητο», με συντελεστή 30%, 40% ή και περισσότερο!

(Σημείωση: Αυτό, εκτός από αναλογικά δυσμενέστερο, είναι και ΑΠΟΛΥΤΑ άδικο, γιατί καταργεί το «αφορολόγητο», που, υποτίθεται, καλύπτει το ελάχιστο κόστος διαβίωσης. Για να μπορεί κανείς να παράγει φορολογητέο εισόδημα, πρέπει να υπάρχει! Με την έννοια αυτή, το «αφορολόγητο» είναι το απαραίτητο κόστος «παραγωγής» μεικτού εισοδήματος, από το οποίο [μεικτό εισόδημα] πρέπει να αφαιρείται [το «αφορολόγητο»] για να προκύπτει το ΚΑΘΑΡΟ φορολογητέο εισόδημα!)

Για να γίνει το θέμα κατανοητό καλύτερα, παρατίθενται πιο κάτω διάφοροι πίνακες.

Στον ΠΙΝΑΚΑ 1, υπολογίζεται ο μέσος φορολογικός συντελεστής, για τα διάφορα κλιμάκια φορολογητέου εισοδήματος, αγνοώντας την φορολόγησή τους μέσω των έμμεσων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων.  





 







Στον ΠΙΝΑΚΑ 2, υπολογίζεται ο ίδιος μέσος φορολογικός συντελεστής, για τα διάφορα κλιμάκια φορολογητέου εισοδήματος υποθέτοντας ότι οι φορολογούμενοι καταναλώνουν το σύνολο του εισοδήματός τους και, επομένως, το σύνολο «φορολογείται» ΚΑΙ μέσω των τιμών, αυτών που αγοράζουν. Εάν ίσχυε αυτό θα είχαμε την εξής κατάσταση.
(Εναλλακτικά, πιθανή επιβάρυνση 25% ή 30% ή 40%.)
























Στον ΠΙΝΑΚΑ 3, υπολογίζεται ο ίδιος μέσος φορολογικός συντελεστής, για τα διάφορα κλιμάκια φορολογητέου εισοδήματος υποθέτοντας ότι ένα μέρος του διαθέσιμου εισοδήματος, μετά την αφαίρεση του φόρου εισοδήματος, αποταμιεύεται και, κατά συνέπεια δεν επιβαρύνεται με τους έμμεσους φόρους κλπ μετακυλιόμενα στις τιμές στοιχεία κόστους. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία σχετικά με την τάση για αποταμίευση, για διάφορα επίπεδα διαθέσιμου εισοδήματος. Άσχετα με αυτό, όμως, είναι βέβαιο ότι όσο μεγαλώνει το εισόδημα, τόσο μεγαλώνει και η αποταμίευση και, επομένως, οι «πραγματικοί» μέσοι φορολογικοί συντελεστές δεν μπορεί να διαφέρουν τόσο σημαντικά από αυτούς στον ΠΙΝΑΚΑ 3, ώστε να ακυρώνονται τα συμπεράσματα.






















Συμπεράσματα - Προτάσεις
Συμπέρασμα πρώτο: Τα ποσοστά του μέσου συντελεστή στον πιο πάνω πίνακα δεν χρειάζονται επεξήγηση! Η πρόταση είναι προφανής: για να βελτιωθεί η κατάσταση και να χαμηλώσει το 25%, ή 30%, ή 40% που «πληρώνουν» οι οικονομικά ασθενέστεροι, πρέπει να μειωθούν οι φόροι, που μετακυλίονται στις τιμές. Εάν ποτέ γίνουν τα… άπειρα, που πρέπει να γίνουν για να περισταλούν οι κρατικές δαπάνες, από τη μία και η φοροδιαφυγή, από την άλλη, τότε πρέπει να μειωθούν, κατά προτεραιότητα, αυτοί οι φόροι… .

Συμπέρασμα δεύτερο: Το σύστημα αναδιανομής των φορολογικών εσόδων είναι, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, αναποτελεσματικό, τόσο γιατί σπαταλούνται πόροι, όσο και γιατί δεν υπάρχουν «μετρήσιμα» αποτελέσματα, που να δείχνουν αν και κατά πόσο επιτυγχάνεται ο στόχος «μεταφοράς εισοδήματος» προς τους οικονομικά ασθενέστερους. Και εδώ η πρόταση είναι προφανής: πρέπει να περιοριστούν στο ελάχιστο οι γενικές «κοινωνικές υπηρεσίες» και να αντικατασταθούν από εξατομικευμένες οικονομικές ενισχύσεις. Έχουν υπάρξει πολλές ρεαλιστικές προτάσεις, όπως η καθιέρωση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, η κατάργηση της, από ένα επίπεδο και άνω, δωρεάν παιδείας και ενίσχυση μόνο των οικονομικά ασθενέστερων σπουδαστών, το, ήδη υπάρχον, Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής κλπ. 

Συμπέρασμα τρίτο: Η κατάσταση του να φορολογούνται αναλογικά περισσότερο οι οικονομικά ασθενέστεροι από τους ευπορότερους επιδεινώνεται και καταλήγει σε μία ακόμη πιο προκλητική αδικία σε βάρος των πρώτων λόγω των χρεών του παρελθόντος και των αυξανόμενων τόκων τους, με τους οποίους επιβαρύνονται όλοι. Ακόμη και αν δεν σπαταλούταν από το Κράτος κανένα φορολογικό ευρώ, ακόμη και αν εξαφανιζόταν εντελώς η διαφθορά, η φοροδιαφυγή κλπ, κλπ η ύπαρξη των τόκων και η αποπληρωμή των δανεικών, όποτε αυτή αρχίσει να γίνεται, σημαίνει κάτι, επίσης, προφανές: Συνολικά η κοινωνία, άρα και ο «μέσος» φορολογούμενος πολίτης, πληρώνουν περισσότερα σε φόρους από όσα τους «ανταποδίδονται» σε κοινωνικές παροχές! Και, φυσικά, δεν πρέπει να υπάρχει κανείς, έστω και με αμυδρή γνώση της πρόσφατης Ελληνικής ιστορίας, που να αντιτείνει ότι το συσσωρευμένο χρέος χρησιμοποιήθηκε διαφορετικά από ότι οι λοιπές ταμειακές εισροές στον κρατικό πίθο των Δαναΐδων… .

Γενικό Συμπέρασμα

Είναι απορίας άξιον, πώς, ενώ ένας απλός οικονομολόγος μπορεί να αντιληφθεί τα πιο πάνω, τόσοι «αριστεροί», «σοσιαλιστές» κλπ, πραγματικοί διανοούμενοι, δεν έχουν επισημάνει την φενάκη με αρκετά δραματικό τρόπο, ώστε οι πολιτικοί, εκφραστές αυτών των ιδεών, να αγωνιστούν για την ανατροπή ή, έστω, τη βελτίωση αυτής της κατάστασης. Βέβαια, στο παρελθόν, έχουν υπάρξει καταγγελίες, όπως: «Το ψευδολόγημα περί αναδιανομής του εισοδήματος καλύπτει άτεχνα τα θηριώδη συμφέροντα που χρησιμοποιούν τους πολιτικούς, αν όχι σαν σερβιτόρους, τουλάχιστον σαν μεταμφιεσμένους αντιπροσώπους τους»(*), αλλά γιατί έμειναν απλές καταγγελίες; Πιθανόν, επειδή αυτοί που τις διατυπώνουν δεν ξεκινούν με ΔΕΔΟΜΕΝΟ τον «εγκλωβισμό» μας στην παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική οικονομία και σκέφτονται προς την κατεύθυνση της κατάργησης και όχι της «βελτίωσης» του καπιταλισμού…. Ίσως αυτό να εξηγεί και το γεγονός ότι αρκετά γνωστός Έλληνας, αριστερός οικονομολόγος, που δηλώνει με έμφαση «αναδιανομή μέσω φορολογικού ΔΕΝ γίνεται» αρνείται να εξηγήσει γιατί!
__________
(*) άρθρο του Κωστή Παπαγιώργη , με τίτλο «Η Δημοκρατία ως Επιχείρηση», στον Κόσμο του Επενδυτή της 30/09/2007
Εν κατακλείδι: Ενδυνάμωση του κοινωνικού Κράτους δεν επιτυγχάνεται με τη μεγέθυνσή του, αλλά, αντιθέτως, με περιορισμό του μεγέθους του και αλλαγή φιλοσοφίας, στόχων και μεθόδου αναδιανομής του εισοδήματος, ώστε να διασφαλίζεται μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας στη διαχείριση των πόρων!






Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2010

Η ΑΠΛΗ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΥ

Η ΑΠΛΗ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΥ


Α. Οι εισφορές στο ΙΚΑ για το συνταξιοδοτικό είναι 20% επί των αποδοχών (το υπόλοιπο είναι για τον κλάδο υγείας) Αγνοώντας, προς στιγμήν, τις λοιπές παραμέτρους (ceteris paribus – all other things being equal) και εάν υποτεθεί ότι η μέση σύνταξη είναι ΜΟΝΟ το 80% των αποδοχών, προκύπτει ότι κάθε 4 έτη εργασίας και καταβολής εισφορών συγκεντρώνονται στον «κουμπαρά» χρήματα αρκετά για συντάξεις ενός έτους.

Β. Το προσδόκιμο ηλικίας για τους άνδρες υπερβαίνει τα 81 έτη και συνεχώς αυξάνει, για δε τις γυναίκες υπερβαίνει τα 83 έτη και συνεχώς αυξάνει. Αυτό σημαίνει ότι, αν η «μέση» ηλικία των ανδρών που συνταξιοδοτούνται είναι τα 60 έτη, θα λαβαίνουν σύνταξη για 21 έτη, αν είναι τα 70 έτη, θα λαβαίνουν σύνταξη για 11 έτη κοκ.

Γ. Οι αποδοχές των εργαζομένων, σε σταθερές τιμές (αγνοώντας τον πληθωρισμό) είναι σημαντικά χαμηλότερες τα πρώτα έτη εργασίας από ότι τα τελευταία, βάσει των οποίων υπολογίζεται το 80% ως ποσό σύνταξης. Αυτό το έλλειμμα καθώς και το σημαντικό κόστος διαχείρισης του συστήματος, ας υποτεθεί, ότι καλύπτονται από την απόδοση των επενδυόμενων εισφορών. Ιστορικά, το εάν καλύπτονταν, υπερκαλύπτονταν ή υποκαλύπτονταν είναι άγνωστο. Αυτό, που είναι γνωστό είναι ότι και προ… δομημένων, οι σχετικοί χειρισμοί των «αρμοδίων» δεν ήταν λαμπροί…!

Στον πιο κάτω πίνακα φαίνεται, ότι για να αυτοχρηματοδοτούνται οι συντάξεις, ως έδει, μόνο από τις εισφορές, θα έπρεπε να συνταξιοδοτούνται (οι άνδρες) σε ηλικία 70 – εβδομήκοντα! - ετών και μετά από 40 – τεσσαράκοντα! - έτη εργασίας και καταβολής εισφορών… .Για τις γυναίκες, αναλόγως.

Υπόμνημα πίνακα:
Γραμμή A: Ηλικία αρχής συνταξιοδότησης
Γραμμή B: Έτη συνταξιοδότησης (από αρχή μέχρι την ηλικία των 81 ετών)
Στήλη C: Έτη εργασίας και καταβολής εισφορών
Στήλη D: Έτη συνταξιοδότησης για τα οποία αρκούν οι καταβληθείσες εισφορές
Στήλες Ε: Έτη συνταξιοδότησης για τα οποία ΔΕΝ αρκούν οι καταβληθείσες εισφορές και πρέπει να χρηματοδοτηθούν από άλλες πηγές

Αναγνώστες