Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Αγία Παρασκευή, Αττικής, Greece
Πολλά από όσα συμβαίνουν γύρω μου με εξοργίζουν, λιγότερο ή περισσότερο. Γράφοντας τις σκέψεις μου δεν βαυκαλίζομαι και δεν πιστεύω ότι θα αλλάξει κάτι απ’ όλα αυτά. Στην καλύτερη περίπτωση, ίσως βοηθήσω τους μη ειδικούς, να κατανοήσουν καλύτερα αυτά τα τόσο σοβαρά και σημαντικά για τη ζωή μας θέματα. Γνωρίζω ότι όλοι , χωρίς καμία εξαίρεση, είμαστε ημιμαθείς, εκτός από τον τομέα της εξειδίκευσής μας και παρ’ όλο που, ΟΛΑ τα θέματα για τα οποία γράφω δεν είναι ακριβώς της εξειδίκευσής μου, τολμώ να τα δημοσιεύσω επειδή είναι σχετικά με αυτή και, κυρίως, με έχουν απασχολήσει πολύ σοβαρά .

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

Ευρώ ή δραχμή; Εξαρτάται.


Ευρώ ή δραχμή;  Εξαρτάται.

Δημοσιεύτηκε στο http://www.capital.gr/story/1921601     την Δευτέρα, 9 Δεκέμβριος 2013


Κάποιοι επιμένουν να θέτουν το ερώτημα, «Ευρώ ή δραχμή;» Στην διατύπωση αυτή το ερώτημα γίνεται παραπλανητικό αν δεν προσδιορισθούν, ταυτόχρονα, και τα... συμπαρομαρτούντα. Για παράδειγμα, τι θα κάνουμε με το χρέος; Ο Γιάνης Βαρουφάκης προτείνει (16/10/2013) η Ελλάδα πρέπει να χρεοκοπήσει εδώ και τώρα!  αφού θα χρεοκοπήσει αργότερα, ούτως ή άλλως, όπως πιστεύει. Όμως, θα μας αφήσουν στο Ευρώ αν κηρύξουμε στάση πληρωμών; Πόσο λιγότερο βιώσιμο θα γίνει το χρέος αν πάμε στην δραχμή χωρίς στάση πληρωμών; Ο ίδιος παραδέχεται ότι «το κόστος μιας στάσης πληρωμών είναι τεράστιο και μάλιστα δύσκολο να προβλεφτεί». Βεβαίως είναι δύσκολο να προβλεφτεί!  Ο κόσμος μας έχει γίνει τόσο πολυσύνθετος, ώστε κάθε ενέργεια προκαλεί... «παράπλευρες απώλειες» που, πολύ συχνά, δεν θα μπορούσαμε να είχαμε προβλέψει, όσο κι αν είχαμε προσπαθήσει. Ταυτοχρόνως, ακριβώς επειδή έχει γίνει τόσο πολυσύνθετος,  τα βασικά δεν επαρκούν, πλέον, για να τον κατανοούμε. Γι αυτό, ας θυμηθούμε τα σχετικά με το θέμα μας.

Τι είναι το νόμισμα; Όλοι γνωρίζουμε ότι είναι ένα εργαλείο για την διευκόλυνση των συναλλαγών. Δεν είναι δυνατόν να ανταλλάσουμε μεταξύ μας τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που  καθένας μας παράγει αν δεν χρησιμοποιούμε  αυτό το εργαλείο. (Αν και, προχθές ακόμη, στην κατοχή, αυτό κάναμε, σου δίνω σιτάρι, μου δίνεις λάδι... .) Συνεπώς, γίνεται αυτονόητο ότι εκείνο που έχει καθοριστική σημασία για τον καθένα μας είναι τι παράγουμε και με ποια και πόσα από αυτά που παράγουν οι άλλοι μπορούμε να τα ανταλλάσουμε - πάντα, με την μεσολάβηση του νομίσματος.  Άρα, οποιοδήποτε «πιστοποιητικό ανταλλακτικής αξίας» θα μπορούσε, κατ αρχήν, να είναι το νόμισμά μας. Το σημαντικό – και ενδιαφέρον για όλους μας -είναι το πώς καθορίζεται αυτή η ανταλλακτική αξία  αυτών που παράγουμε εμείς και αυτών που παράγουν οι άλλοι. (Στην παρούσα ανάλυση, με τον όρο «προϊόν» θα νοείται οτιδήποτε έχει ανταλλακτική αξία).


Δεν είναι απαραίτητο να ερευνήσουμε θεωρητικά το πως καθορίζεται η ανταλλακτική αξία  των προϊόντων.  Υπάρχουν αρκετές πειστικές εμπειρικές αποδείξεις ότι ένα νόμισμα αντί άλλου, δεν θα άλλαζε την σχετική ανταλλακτική αξία τους.


Αφού η επιλογή ενός «σκληρού» νομίσματος  δεν επηρεάζει την σχετική ανταλλακτική αξία των προϊόντων,  δεν διασφαλίζει ανώτερο βιοτικό επίπεδο. Αν γινόταν αλλιώς, θα υιοθετούσαμε ένα ενιαίο παγκόσμιο νόμισμα και θα είχαμε εξίσωση των βιοτικών επιπέδων!  Άρα, πρέπει να υπάρχει στην οικονομία κάποιος μηχανισμός ή «νόμος», που να διασφαλίζει ότι η σχετική ανταλλακτική αξία των προϊόντων δεν διαστρεβλώνεται λόγω υιοθέτησης ενός αντί άλλου νομίσματος. Ο μηχανισμός αυτός, γνωστός πλέον, σε όλους μας, είναι η περίφημη «εσωτερική υποτίμηση» και όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει, είτε με Ευρώ είτε με δραχμή, δεν μπορούμε να αποφύγουμε την προκύπτουσα μείωση της ανταλλακτικής αξίας των προϊόντων που παράγουμε, δηλαδή, του βιοτικού επιπέδου μας! 


Εκτός από την εσωτερική υποτίμηση, υπάρχουν και άλλοι, εξ ίσου δυσεξήγητοι μηχανισμοί, στην οικονομία , που προκαλούν, πχ., αυτό που όλοι αντιλαμβανόμαστε ως «αγοραστική αξία» του όποιου νομίσματος. Σε έναν πίνακα με τους κατώτατους μισθούς στην Ευρώπη (Βουλγαρία ο χαμηλότερος, Λουξεμβούργο ο υψηλότερος) γράφει το εξής:


«Τα 159 ευρώ στη Βουλγαρία, όμως, επειδή το κόστος ζωής είναι χαμηλό, έχουν ουσιαστικά αγοραστική δύναμη 324 ευρώ, ενώ από την άλλη πλευρά  τα 1.874 ευρώ που λαμβάνει ο χαμηλόμισθος Λουξεμβούργιος αντιστοιχούν ουσιαστικά σε 1.539 ευρώ, διότι στη χώρα του η ζωή είναι πανάκριβη.»  Και 1.874 δια 159 = 11,8 ενώ 1.539 δια 324 = 4,8 «μόνο»!


Άσχετα με την ακρίβεια των πιο πάνω αριθμών, τα αδιαμφισβήτητα φαινόμενα «αγοραστική δύναμη» και «πανάκριβος τόπος»  παρατηρούνται ακόμη και σε διαφορετικές περιοχές, μέσα στην ίδια χώρα! Ο ηλεκτρολόγος στο Καρπενήσι χρεώνει για την ίδια δουλειά λιγότερα από όσα ο Αθηναίος συνάδελφός του. Τα Ευρώ του, εκεί, έχουν μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη, ενώ η Αθήνα είναι γι αυτόν πανάκριβη. Υποψιάζεστε γιατί; Γιατί τα περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες που αγοράζει είναι παραγωγής Καρπενησίου και είναι φτηνά, ενώ τα άλλα είναι πανάκριβα. (Σωστά μαντέψατε, οι εισαγωγές είναι το πρόβλημα, αυτές θα αναγκαστούμε να περιορίσουμε, δηλαδή να στερηθούμε... .)


Πέρα από αυτά, υπάρχει ένα ακόμη σχετικό με το θέμα μας, δυσεξήγητο αλλά αδιαμφισβήτητα υπαρκτό φαινόμενο:  Αν και το «σκληρό» νόμισμα δεν έχει άμεση «αιτιώδη συνάφεια» με το βιοτικό επίπεδο, φαίνεται ότι η εσωτερική υποτίμηση που το ακολουθεί, σε σύγκριση με την συνεχή υποτίμηση του νομίσματος και τον συνακόλουθο υψηλό πληθωρισμό, επιβραδύνει την  χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου. Στην πραγματικότητα, όπως θα δούμε αμέσως, αυτό είναι το βασικό επιχείρημα των υποστηρικτών της δραχμής:  Ότι δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε το Ευρώ αιφνιδίως η/και αρκετά, όπως θα μπορούσαμε να κάνουμε με την δραχμή!


Ποιοι υποστηρίζουν την επιστροφή στην δραχμή; Υπάρχουν οι εγχώριοι υποστηρικτές της που έχουν μικρότερα ή μεγαλύτερα οικονομικά, πολιτικά ή άλλα συμφέροντα. Όμως ακούμε και κάποιους ξένους αξιωματούχους, μεγαλοεπενδυτές και άλλους να προτείνουν να πάμε στην δραχμή. Αυτό, όπως εξηγούν,  θα μας επιτρέπει να την υποτιμούμε κατά τις ανάγκες μας. Κατά την θεωρία, η υποτίμηση κάνει τις εξαγωγές μιας χώρας πιο ανταγωνιστικές και τις εισαγωγές στην χώρα/εξαγωγές των άλλων, λιγότερο ανταγωνιστικές στα προϊόντα, που αγοράζει αυτή η χώρα από τρίτους,  αλλά παράγονται  ή θα μπορούσαν  να παράγονται και στην ίδια την χώρα. Αν συμβούν αυτά, έπεται η ανάπτυξη και ιδού, τελικά, το «μέγα πλεονέκτημα» του ιδίου νομίσματος: η πολυπόθητη ανάπτυξη! 


Ανάπτυξη με υποτίμηση της δραχμής κατά 50% πέτυχε και ο Μαρκεζίνης. Αυτό, όμως, συνέβη όταν οι συνθήκες,  τόσο στην Ελληνική όσο και στις οικονομίες των άλλων χωρών με τις οποίες είχαμε εμπορικές συναλλαγές, δεν είχαν καμία ομοιότητα με τις σημερινές, καμία συγκρισιμότητα.  Προφανώς δεν είναι του παρόντος να διερευνηθούν αυτές οι διαφορές. Ούτε να αναλύσω το γνωστό σε όλους τους οικονομολόγους, γιατί η υποτίμηση σε μία οικονομία σαν την δική μας αντενδείκνυται. Προτείνω μόνο,  να προσπαθήσετε να φανταστείτε ποια και πόσα προϊόντα παράγουμε, που οι ξένοι θα έκαναν... ανάρπαστα, μόλις γίνονταν γι αυτούς φτηνότερα, καθώς και ποια και πόσα θα αρχίζαμε να παράγουμε αντί να εισάγουμε... . Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι μία τέτοια υποτίμηση θα μπορούσε να σημαίνει αρχή μιας ανάπτυξης, είμαστε προετοιμασμένοι να αποδεχτούμε μία περαιτέρω υποτίμηση της ανταλλακτικής αξίας αυτών που παράγουμε, ας πούμε της τάξης του 50% ή έστω και «μόνον» του 30%; Εγώ ακούω ότι ο λαός δεν αντέχει άλλες θυσίες. Για να ακριβολογούμε, έτσι άγαρμπα και υπό πίεση που επιμερίστηκαν οι θυσίες, σίγουρα ένα μέρος του λαού δεν αντέχει άλλες. Κυριολεκτικά δεν αντέχει άλλες! Όμως, η... «μέση θυσία», που θα χρειαζόμαστε για να αρχίσει η ανάπτυξη, ως αποτέλεσμα υποτίμησης της «νέας δραχμής», είναι μεγαλύτερη από αυτήν που έχουμε ήδη υποστεί και πρέπει να κατέβει το «μέσο» βιοτικό επίπεδο ακόμη πιο κάτω, πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες για να αρχίσει η βελτίωσή του -επαναλαμβάνω, ΑΝ υποθέσουμε ότι μία τέτοια υποτίμηση θα μπορούσε να σημαίνει αρχή μιας ανάπτυξης!
 Άλλο επιχείρημα υπέρ της δραχμής, δεν έχω ακούσει, ενώ υπάρχουν κάποια επιχειρήματα κατά του Ευρώ, που παρουσιάζονται με τέτοιον τρόπο, ώστε να παρασυρόμαστε στο συνηθέστατο στην εποχή μας λάθος: αφού είναι κατά αυτού, θα είναι υπέρ του αντιθέτου του! 


Το πρώτο από αυτά τα επιχειρήματα λέει ότι έπρεπε να είχε προηγηθεί η «περισσότερη Ευρώπη». Νομίζω ότι είναι «ο Σοφός της Όμαχα» που  προέβλεψε, μαζί με διάφορους άλλους, ότι το Ευρώ, χωρίς ομοσπονδοποίηση, δεν θα επιζήσει.  Κι αν επιζήσει; Ο κύριος στόχος  για περισσότερη Ευρώπη δεν έχει εγκαταλειφθεί. Ποιον και σε τι  θα βοηθούσε να εγκαταλείψουμε το Ευρώ άρον-άρον;  Ένα άλλο επιχείρημα είναι πως το Ευρώ χωρίς το ευρωομόλογο είναι δώρον- άδωρον! Ασφαλώς θα μας βοηθούσε να δανειζόμαστε ως συνυπεύθυνοι συνέταιροι με την Γερμανία όπως θα βοηθούσε αυτούς που κινδυνεύουν να χάσουν τα σπίτια τους, αν δανείζονταν ως συνυπεύθυνοι συνέταιροι με...τον  Λάτση. Αλλά, πότε θα δανειζόμαστε με ίδιους ή καλύτερους, αλλά ποτέ χειρότερους,  όρους;  Με Ευρώ, έστω χωρίς ευρωομόλογο,  ή με δραχμή ως νόμισμά μας; Αναφέρουν  και άλλα σχετικά με την, όντως ανύπαρκτη ομοσπονδοποίηση. Όμως, κανένα δεν εξηγεί γιατί και πώς η δραχμή αντί του Ευρώ θα αναιρούσε αυτά τα  θεωρητικά μειονεκτήματα του Ευρώ, που η εξάλειψή τους θα μας βοηθούσε, αλλά η ύπαρξή τους δεν μας βλάπτει. Επειδή η πορεία προς τα εμπρός είναι αργή και δύσκολη, ακόμη και με πισωγυρίσματα, δεν σημαίνει ότι  η πορεία προς τα πίσω είναι προτιμότερη... !


Όμως, η επιστροφή στην δραχμή, πέρα από τα όσα αναφέρθηκαν, θα έχει πολύ δυσμενή επακόλουθα. Είναι μάλλον βέβαιο ότι η επιστροφή στην δραχμή δεν θα μας οδηγήσει στην ίδια οικονομική κατάσταση με αυτήν που είχαμε στην προ Ευρώ εποχή .  Είναι, όμως, εξ ίσου βέβαιο ότι η κατάσταση αυτή θα καθορίζεται από τις ίδιες οικονομικές αρχές και «νόμους» της οικονομίας.  Ας θυμηθούν, λοιπόν, οι παλαιότεροι και ας μάθουν οι νεότεροι τι θα μπορούσε να συμβεί:


Πριν την είσοδό μας στην τότε ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα) είχαμε, όπως και τώρα, μονίμως λιγότερες εξαγωγές από εισαγωγές και έλλειμμα σε συνάλλαγμα. Η κατάσταση βελτιωνόταν κάπως από τους «άδηλους πόρους», κυρίως τα εμβάσματα σε συνάλλαγμα των ναυτικών και των μεταναστών, αλλά αυτό δεν έλυνε το πρόβλημα. Υπήρχαν η συνεχής υποτίμηση της δραχμής και ο συνακόλουθος υψηλός πληθωρισμός  και οι εισαγωγές δεν ήταν ελεύθερες. Εισαγωγές επιτρέπονταν υπό προϋποθέσεις και τότε επιβαρύνονταν με τεράστιους δασμούς, για κάποια είδη περισσότερο από 100%. Οι ηλεκτρικές συσκευές, πχ.,  ήταν πανάκριβες και λίγα νοικοκυριά είχαν όλες όσες σήμερα θεωρείται «αυτονόητο»  ότι δεν μπορεί να μην έχουν. Ταξίδια στο εξωτερικό για τουρισμό επιτρέπονταν ένα το έτος, με δικαίωμα αγοράς περιορισμένου ποσού συναλλάγματος, κλπ. Γενικά, το βιοτικό μας επίπεδο ήταν σημαντικά χαμηλότερο από αυτό στα κράτη της Ευρώπης (ακόμη και τώρα λέμε «θα πάω στην Ευρώπη»... !) καθώς και από το σημερινό δικό μας, «κακό», βιοτικό επίπεδο!  Όσοι ήταν τυχεροί και μπορούσαν να ταξιδέψουν, διεπίστωναν «πόσο ακριβά ήταν τα πράγματα στο εξωτερικό», δηλαδή πόσο μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη είχε η δραχμή στην Ελλάδα.
 Με όρους πραγματικής οικονομίας, με μετρήσιμα στοιχεία,  δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς τις διαφορές  της τυχόν  αυριανής, «μετά την επιστροφή στην δραχμή»  κατάστασης, από την κατάσταση της «προ ΕΟΚ δραχμής».  Όμως, το όποιο οικονομικό αισθητήριο διαθέτω μου λέει ότι, τότε, είμαστε μάλλον καλύτερα! Είχαμε λιγότερες... «παγωμένες τσιμινιέρες», το δημόσιο είχε λιγότερα χάλια, η διαφθορά δεν είχε σαπίσει τα πάντα... κλπ., κλπ. Ίσως το σημαντικότερο:  οι θέσεις εργασίας που τότε ήταν βιώσιμες αλλά δεν είναι πλέον, λόγω της παγκοσμιοποίησης,  είναι μία πρωτόγνωρη κατάσταση που δεν αντιμετωπίζεται με ένα αντί άλλου νομίσματος. Επομένως, επιστροφή στην δραχμή θα σήμαινε επιστροφή σε μία κατάσταση που έχουμε «ξεσυνηθίσει», για δε τους συνανθρώπους μας που πράγματι δεν αντέχουν άλλες θυσίες θα σήμαινε απόλυτη εξαθλίωση. 


Κατά την ταπεινή μου άποψη, ο σοβαρότερος  λόγος,  που συνηγορεί υπέρ της παραμονής μας στο Ευρώ είναι ότι ο κόσμος μας άλλαξε και συνεχίζει να αλλάζει με ταχύτητα που  δημιουργεί καταστάσεις την σημασία των οποίων δεν προλαβαίνουμε να συνειδητοποιούμε.  Ή θα συνεχίσουμε την δύσκολη έως οδυνηρή πορεία προς «περισσότερη Ευρώπη» ή θα επιστρέψουμε στον απομονωτισμό των Κρατών, με πολέμους και όλα όσα ζήσαμε στο παρελθόν. Η Ελλάδα είναι πολύ μικρή για να ακολουθήσει μοναχική πορεία και έχουμε κάθε λόγο να ανήκουμε σε μία μεγαλύτερη και επομένως ισχυρότερη οικογένεια,  ακόμη κι αν η... μάνα μας δεν φροντίζει το ίδιο όλα τα παιδιά της! (Διαβάστε και το πρόσφατο σχόλιο με τίτλο Δραχμή ή ευρώ ο επόμενος διχασμός , του Γιώργου Κράλογλου για να δείτε από μία άλλη σκοπιά,  πόσο «πολυσύνθετος έχει γίνει κόσμος μας»).


Τελικά, φαίνεται πως δεν ισχύει μόνον στην πολιτική,  αλλά ισχύει και στην οικονομία, ισχύει και, γενικά στην ζωή:
«όποιος βγει απ το μαντρί τον τρώει ο λύκος»! 

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

Περί βιωσιμότητας του χρέους

Περί βιωσιμότητας του χρέους

Δημοσιεύτηκε Πέμπτη, 12-Ιουν-2014 09:26  στο:     http://www.capital.gr/story/2038326 
Αφορμή για να σκεφτώ να γράψω αυτό το σχόλιο μου έδωσε η πρόσφατη είδηση ότι το ΔΝΤ και η Ευρωζώνη ανοίγουν τη διαπραγμάτευση που έχει ως ζητούμενο να αλλάξει το κριτήριο βιωσιμότητας του χρέους. Αιτία που, τελικά, αποφάσισα να το γράψω είναι η πιθανολογούμενη επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και μείωση του επιτοκίου αντί νέου «κουρέματος».

Όπως όλοι γνωρίζουμε, η συζήτηση δεν είναι ακαδημαϊκή αλλά γίνεται προκειμένου να ληφθούν κάποια μέτρα, κάποιες αποφάσεις, που θα καθορίσουν την «τύχη» του χρέους μας. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι ίσως, αξίζει να θυμηθούμε τα ουσιώδη για το θέμα και να διερευνήσουμε τη σχέση «κουρέματος», επιτοκίου και χρόνου αποπληρωμής. Αρχίζω με κάποιες γενικές παρατηρήσεις:

Πρώτον, ένα χρέος (ατόμου, επιχείρησης, κράτους) είναι βιώσιμο όσο μπορεί να εξυπηρετείται, δηλαδή όσο μπορεί να παράγεται αρκετό «πρωτογενές πλεόνασμα». Αυτό, με τη σειρά του, εξαρτάται και από το πόσο χρηστή είναι η διοίκηση των οικονομικών αλλά και από την αντοχή του κάθε οφειλέτη στο... «σφίξιμο του ζωναριού». Πέραν αυτού του πραγματικού γεγονότος, δεν υπάρχει επιστημονική μέθοδος καθορισμού ενός ορίου, πέρα από το οποίο, ΚΑΘΕ δάνειο γίνεται μη βιώσιμο. Δεν υπάρχει ακόμη και αν πρόκειται για ένα συγκεκριμένο δάνειο, που αξιολογείται σε μία συγκεκριμένη στιγμή.  Το τι θα συμβεί στο μέλλον μπορούμε να το εικάσουμε αλλά ποτέ να το προσδιορίσουμε επακριβώς. Επομένως, αυτό που υπάρχει, που είναι δυνατόν να υπάρχει, είναι γενικές αρχές, γενικοί «πρακτικοί κανόνες», που εφαρμόζονται σαν γενικοί οδηγοί, που όμως, ΔΕΝ προορίζονται για αυστηρή, ακριβή ή αξιόπιστη αξιολόγηση κάθε κατάστασης. Στα Αγγλικά λέγονται rules of thumb, «κανόνες του δακτύλου».  (Πιθανολογείται ότι η Αγγλική έκφραση προέκυψε από τις πολλές χρήσεις των δακτύλων μας για διάφορες «μετρήσεις» όπως μήκος, θερμοκρασία νερού, το σαλιωμένο δάκτυλο, που το σηκώνουμε για να διαπιστώσουμε την κατεύθυνση του ανέμου κλπ). Τόσο... «ακριβείας» είναι τα όρια βιωσιμότητας του χρέους.  Όμως, προσοχή!  Αυτό δεν σημαίνει ότι οι «κανόνες του δακτύλου», οι «πρακτικοί κανόνες», δεν είναι χρήσιμοι. Κάθε άλλο. Στη ζωή πορευόμαστε κυρίως με τέτοιους «οδηγούς» αφού σπάνια μπορούμε να προσδιορίζουμε με μαθηματική ακρίβεια τι μέλλεται κάθε ευκαιρία ή κάθε ρίσκο. 

Δεύτερον, η βιωσιμότητα ή μη ενός χρέους είναι, προφανώς, κάτι που πρέπει να επιδιώκεται με κάθε τρόπο αφού το ρίσκο, δηλαδή η χρεοκοπία (ή τα μνημόνια...) είναι τεράστιο. Επομένως, είναι καλύτερα το κριτήριο να είναι προς το αυστηρότερο  παρά προς το χαλαρότερο. Αντιστοίχως, το ότι ένα μη βιώσιμο χρέος είναι κατάρα δεν σημαίνει ότι ένα βιώσιμο είναι... ευλογία! (Τα δάνεια δούλους τους ελεύθερους ποιεί...) Από την άλλη πλευρά, και αν ακόμη το υπάρχον χρέος είναι κοντά στο όριο της μη βιωσιμότητας, ένα νέο δάνειο, πχ.,  για ένα έργο που θα φέρνει έσοδα, δηλαδή, ένα δάνειο που θα είναι άνετα αυτοεξυπηρετούμενο, δεν θα ήταν απαραιτήτως μη επιθυμητό ή απαγορευτικό, παρ΄ όλο που θα αύξανε το συνολικό χρέος πέραν του όποιου «ορίου» βιωσιμότητας.

Πέρα από τα πιο πάνω (και από άλλα που υπάρχουν, αλλά δεν χρειάζονται για να εξηγηθεί το πόσο σχετικό είναι το ερώτημα περί βιωσιμότητας)  κάτι που έχει μεγάλη, ίσως καθοριστική σημασία είναι τα χαρακτηριστικά κάθε χρέους, επί πλέον από τα χαρακτηριστικά κάθε οφειλέτη. 

Όπως είναι γνωστό, αν δανειστώ 100€ με επιτόκιο 5% θα πληρώνω κάθε χρόνο για τόκους 5€ και στο τέλος της περιόδου θα πληρώσω και τα 100€ του δανείου. Αν ο δανειστής μου εκχωρήσει την απαίτησή του σε μία τράπεζα, η τράπεζα θα του δώσει κάποιο ποσό αναλόγως με το προεξοφλητικό επιτόκιο που χρησιμοποιεί. Το ποσό που θα του δώσει είναι η «παρούσα αξία» των μελλοντικών χρηματικών εισροών (5€ κάθε χρόνο και 100€ στο τέλος) και θα είναι ακριβώς 100€, αν το προεξοφλητικό επιτόκιο είναι 5%, λιγότερα από 100€ αν είναι μεγαλύτερο του 5% και περισσότερα από 100€ αν είναι μικρότερο του 5%. Το μεγαλύτερο των 100€ θα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο όσο επιμηκύνεται ο χρόνος αποπληρωμής, ενώ το μικρότερο των 100€ θα γίνεται ακόμη μικρότερο όσο επιμηκύνεται ο χρόνος αποπληρωμής.

Όλα αυτά απεικονίζονται στον πιο κάτω πίνακα όπου παρουσιάζονται οι παρούσες αξίες, για χρέος 100€ με επιτόκια και λήξεις σαν αυτές που πιθανολογείται ότι θα καθοριστούν για το χρέος μας όταν ληφθούν οι σχετικές αποφάσεις. Σε κάθε περίπτωση και άσχετα με το τι θα συμβεί, γίνεται προφανέστατη για τη βιωσιμότητά ή μη ενός χρέους η σημασία των δύο χαρακτηριστικών του, δηλαδή: ο χρόνος εξόφλησης και η διαφορά μεταξύ επιτοκίου δανεισμού και προεξοφλητικού επιτοκίου ή επιτοκίου «αγοράς».

Περί βιωσιμότητας του χρέους


Ένας τρόπος ανάγνωσης των πιο πάνω αριθμών, θα μπορούσε να είναι: Όσο τα χαρακτηριστικά του χρέους κάνουν την παρούσα αξία του να μικραίνει τόσο βελτιώνεται η βιωσιμότητά του.

Ένας άλλος τρόπος προσέγγισης αποδεικνύει το ίδιο: Με δεδομένο το μέγεθος ενός  πρωτογενούς πλεονάσματος (ή εισοδήματος διαθέσιμου για εξυπηρέτηση χρέους), όσο μικρότερο το επιτόκιο δανεισμού, τόσο μεγαλύτερο το χρέος που μπορεί να εξυπηρετηθεί και, φυσικά, το ίδιο συμβαίνει με την επιμήκυνση του χρόνο εξόφλησης.  Στους πιο κάτω πίνακες φαίνεται ότι με δεδομένο το μέγεθος του πρωτογενούς πλεονάσματος σε 10€ και διάρκεια 5 έτη μπορεί να εξυπηρετηθεί χρέος 35,46€ αν το επιτόκιο είναι 5% (πίνακας Α) ή χρέος 38,08€ αν το επιτόκιο είναι 2% (πίνακας Β) ενώ με 2% και 10 έτη μπορεί να εξυπηρετηθεί χρέος 81,62€ (πίνακας Γ).




Βεβαίως, άλλο βιωσιμότητα και άλλο άχθος! Κατ΄ αρχήν, όλοι είμαστε διατεθειμένοι να αποδεχθούμε μεγαλύτερη διάρκεια για μικρότερη ένταση «πόνου». Όμως το πόσο μεγαλύτερη για πόσο μικρότερη, είναι ένα θέμα, που «σηκώνει πολλή κουβέντα»... !

Αναγνώστες